πεντηκοστώνης

πεντηκοστώνης
ὁ, Α
ο ενοικιαστής τού φόρου τής πεντηκοστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστή + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. τελ-ώνης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”